υστεροπάθεια

υστεροπάθεια
ἡ, Α
η εκ τών υστέρων πάθηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + -πάθεια (< -παθής < πάθος), πρβλ. εὐ-πάθεια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὑστεροπάθειαν — ὑστεροπάθεια secondary affection fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύστερος — η, ο/ ὕστερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και οὕστερος, ον, και τ. ουδ. ως επίρρ. ὕσταριν, Α 1. αυτός που, σε σχέση με τον χρόνο ή σε σχέση με μια σειρά, ακολουθεί, έρχεται μετά από κάποιον άλλο, ο μεταγενέστερος ενός άλλου (α. «στην ύστερη αρχαιότητα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”